- καλλίκαρπος
- καλλίκαρποςrich in fine fruitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλλίκαρπος — (Callicarpa). Δέντρο ή θάμνος της οικογένειας των βερβερινιδών που ευδοκιμεί στην Ασία, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και καλλίκαρπο. Περιλαμβάνει 35 είδη –πολλά από τα οποία καλλιεργούνται σε ευρωπαϊκά θερμοκήπια– με φυλλοβόλα φυτά … Dictionary of Greek
καλλικαρπότερον — καλλίκαρπος rich in fine fruit adverbial comp καλλίκαρπος rich in fine fruit masc acc comp sg καλλίκαρπος rich in fine fruit neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικαρποτέρων — καλλίκαρπος rich in fine fruit fem gen comp pl καλλίκαρπος rich in fine fruit masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικαρπότατον — καλλίκαρπος rich in fine fruit masc acc superl sg καλλίκαρπος rich in fine fruit neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίκαρπον — καλλίκαρπος rich in fine fruit masc/fem acc sg καλλίκαρπος rich in fine fruit neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικαρπότατος — καλλίκαρπος rich in fine fruit masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικαρπότερα — καλλίκαρπος rich in fine fruit neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικάρποις — καλλίκαρπος rich in fine fruit masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικάρπου — καλλίκαρπος rich in fine fruit masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλικάρπους — καλλίκαρπος rich in fine fruit masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)